- στρατευσάμενοι
- στρατεύωadvance with an armyaor part mid masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάρδακες — κάρδακες, οἱ (Α) οι ξένοι μισθοφόροι τού περσικού στρατού (α. «κάρδακες οἱ στρατευσάμενοι βάρβαροι ὐπὸ τῶν Περσῶν καὶ ἐν Ἀσίᾳ οὕτω καλοῡσι τοὺς στρατιώτας, οὐκ ἀπὸ ἔθνους ἤ τόπου, ἀλλ ὅτι πάντα τὸν ἀνδρεῑον ἤ κλῶπα λέγουσι κάρδακα», Ησύχ. β.… … Dictionary of Greek